Οσοράπις

Οσοράπις
Ὀσορᾱπις, -ιδος, ὁ (Α)
ονομασία ελληνικής θεότητας τής οποίας η λατρεία είχε εισαχθεί από την Αίγυπτο κατά την εποχή τών Πτολεμαίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Οσοραπείον — Ὀσοραπεῑον, τὸ (Α) [Οσοράπις] ναός τού Οσοράπιδος …   Dictionary of Greek

  • Σεράπιον — I Μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό, που ιδρύθηκε το 1909 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, «όργανο της ομώνυμης εταιρείας για το ξελεφτέρωμα της σκέψης και την επικράτηση της ζωντανής μας γλώσσας». Το περιοδικό που κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”